- κοντόβλεπος
- -η, -ο(κυριολ. και μτφ.) κοντόφθαλμος, κοντόθωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + -βλεπος (από θ. βλέπ- τού βλέπω), πρβλ. γοργό-βλεπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek